- τυρφώνας
- ο, Ν1. κοίτασμα τύρφης2. μέρος όπου σχηματίζεται ή φυλάσσεται η τύρφη την οποία εξάγουν από τα έλη3. (γεωλ.-οικολ.) τύπος υγροβιότοπου που χαρακτηρίζεται από σπογγώδες, ελάχιστα αποστραγγιζόμενο τυρφικό έδαφος.[ΕΤΥΜΟΛ. < τύρφη + επίθημα ών(ας) (πρβλ. ελαι-ώνας). Ως όρος τής γεωλ.-οικολ. η λ. αποτελεί απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. bog].
Dictionary of Greek. 2013.